δρασκάζω
1 escapar, fugarse
δεδιότα δὲ δίκης ἕνεκα δρασκάζεινSol.Lg.15b, cf. Lys.10.15, Phot.δ 748.
2 intentar escaparse
ἐν ἅλῳ δρασκάζειςprov. de quienes buscan inútilmente refugio, Zen.3.74, Greg.Cypr.1.2.25.
δεδιότα δὲ δίκης ἕνεκα δρασκάζεινSol.Lg.15b, cf. Lys.10.15, Phot.δ 748.
ἐν ἅλῳ δρασκάζειςprov. de quienes buscan inútilmente refugio, Zen.3.74, Greg.Cypr.1.2.25.