< δραπετοποιός
δραπέτων >
δραπέτρια
,
-ας, ἡ
esclava fugitiva
como insulto
, Chrys.M.62.109
•
fig. de la mujer no velada
δραπέτριάν τινα τὴν κεφαλὴν ἀποδείκνυσι
Chrys.
Cat
.1
Cor
.11.6.