< δρᾱπέτις
δραπετοδούλως >
δραπετίσκος
,
-ου, ὁ
dim. de δραπέτης
esclavillo
sent. despect.
τὼ δύο τούτω δραπετίσκω
estos dos miserables esclavos
Luc.
Fug
.33.