< δραπαν-
δραπεταγωγός >
δραπεταγώγιον
,
-ου, τό
prob.
prisión
δοκῶ μηκέτι γίνεσθαι ἐν οἰκίᾳ ἀλλ' ἐν δραπεταγωγίῳ
BGU
1881.7 (I a.C.).