δραματουργία, -ας, ἡ


1 representación dramática ἢ τραγικὴ δ. ἢ κωμικὴ γελωτοποιία Luc.Salt.68, σχήματα ... πρὸς τὴν δραματουργίαν Max.Tyr.1.10, de la comedia, M.Ant.11.6, τὴν τῆς ἐπιβουλῆς δραματουργίαν ... ἐκπληροῖν (sic) A.Io.74.8
desenlace dramático τοσαύτην ... τὰ κατὰ τοῦτον (τὸν νεανίαν) δραματουργίαν εἴληχεν ref. a un mártir al ser condenado a muerte, Eus.MP 11.13, cf. Lib.Decl.49.82.

2 composición dramática ὅλῃ τῇ δραματουργίᾳ τοῦτο παραπέπλεκται del Faetonte de Eurípides, Str.1.2.27, τραγική Eus.HE 1.8.4
de un oráculo en forma dialógica κατὰ τὴν Ἠσαΐου δραματουργίαν Gr.Naz.M.36.657C.

3 ficción, invención φωρατὴ ἡ τῆς μωρολογίας δ. Epiph.Const.Haer.26.3.2.

4 complot, maquinación δαίμονες ... ἐψευσμέναις δραματουργίαις τὰς γνώμας αὐτῶν παρατρέπουσι Tat.Orat.16.