δρακόντιος, -ον
• Alolema(s): δρακόντεος Hdn.Gr.1.114


I de dragón en la expr. δρακόντιον αἷμα

1 sangre de dragón n. de pigmento: bermellón, polvo de cinabrio Dsc.5.94.2, PHolm.62.

2 sangre de dragón jugo que se saca de la planta homónima (cf. II) Cyran.1.4.8.

II bot. ἡ δ. βοτάνη n. de dos plantas no identificadas δ. ἀγρία ἥτις ὑπερεκνὸς καλεῖται Cyran.1.4.3, δ. ἥμερος ἡ καὶ οἰνοβίκη, ὅ ἐστιν τὸ ἀγριολάχανον Cyran.1.4.4.