δρακτός, -ή, -όν
1 extraído a cazos (cf. 2) del aceite distribuido en el gimnasio
θέντα ἐκ τῶν ἰδίων δι' ἡμέρας ἔλαιον δρακτόνIIasos 84.12 (I a.C.?),
τιθεὶς ἀεὶ τὸ ἄλειμμα δρακτόνBCH 10.1886.520 n.19.4 (Nisa, imper.),
γυμνασιαρχήσαντα δὶς δρακτοῖς ἐλαίοις ἐπιρύτοις ἀνελλιπῶςMAMA 8.484.11 (Afrodisias, imper.), cf. LW 730 (Sebaste, imper.), IStratonikeia 172.3 (Panamara I/II d.C.), CRIA 94.9 (Heraclea II d.C.).
2 subst. ὁ δ., τὸ δ. cazo, cacillo empleado para extraer aceite de un recipiente mayor, designa tb. la medida, equiv. aprox. a 2,25 κύαθοι:
ἀλείψας ἀπὸ ὥρας δʹ ἕως ὥρας ιʹ ἐξ ὁλκήου δρακτῷIG 10(2).2.326.5 (Derriopo I d.C.),
ἀλείψαντα τὴν πόλιν ... τοῖς κατ' ἄνδρα δρακτοῖς ἐγ λουτήρωνILaod.Lyk.82.15 (I/II d.C.), cf. MAMA 8.492b.10 (Afrodisias, imper.), OGI 479.10 (Dorileon I d.C.?),
ἔλαιον θέντα δρακτῷ ἔν τε τοῖς γυμνασίοις καὶ ἐν τοῖς βαλανείοιςIEphesos 661.22,
θεὶς δρακτῷ τὸ ἔλαιον καὶ ἐπαλείμματα ἐν τοῖς γυμνασίοιςIStratonikeia 203.14 (ambas II d.C.).
3
δρακτά· sicil. φυλλάςHsch.δ 2345 (pero cf. δράκιον 2).