< Δρακόντιος
δρᾰκοντίς >
δρακοντιόω
dar apariencia de serpiente
o
dragón
de un disfraz
τρίβωνα καθαρώτατον, δρακοντιοῦντα
Ps.Callisth.1.7
Γ
, cf. 1.7
B
.