δοχμή, -ῆς, ἡ
• Alolema(s): δόχμη Cratin.441
metrol. palmo o medida de cuatro dedos
δέρμα μοχθηροῦ βοὸς ... μεῖζον ἦν δυοῖν δοχμαῖνAr.Eq.318,
οὗτοι δ' ἀφεστήκασι πλεῖν ἢ δύο δοχμάAr.Fr.959, cf. Cratin.l.c.,
ἔστι δὲ τὸ φῦκος τῆς δοχμῆς τὸ πλάτοςScyl.Per.112
•sobre la doble acentuación y el uso át. frente a
σπιθαμήAel.Dion.δ 30, Moer.δ 41, Poll.2.157, Hsch.δ 2283.