< †δοχμῇσι·
δοχμιακός >
δοχμιάζω
métr.
ser docmiaco
,
estar en metro docmio
ἡ τοῦ ῥυθμοῦ ἀγωγὴ δοχμιάζουσα
Sch.E.
Or
.140.