δουλεύω
I
ἡ γυνὴ ... δουλεύουσαHdt.2.56,
ἤδη δεῖ με δουλεύειν πάλινS.El.814,
οἱ δὲ δουλεύσαντες καὶ διαδιδράσκοντες ὕστερονTh.7.85,
δουλεύοντες τὸν βίον διετέλεσανAnd.Myst.138, cf. Pl.Lg.777d, Lys.31.26,
δουλεῦσαι αὐτὸν καὶ ἐργάσασθαι λίθουςde Sócrates, Duris 78, de pueblos o grupos humanos
Γῆ ... πρόσθεν δὲ δουλεύουσαref. Atenas, Sol.24.7, c. ac. int.
δουλεύουσι ... τὴν χαλεπωτάτην δουλείανsoportan la más dura esclavitud X.Mem.3.12.2, cf. Pl.Smp.183a
•c. rég. ser esclavo de, pertenecer como sirviente a c. dat.
Φαλαρίδι δουλεύσετεseréis esclavos de Fálaris Stesich.1.22A.,
τοῖσδε δουλεύω βίᾳS.El.1192,
οὐ δουλεύσεις μοι δωρεάνno vas a ser mi sirviente de balde LXX Ge.29.15,
δουλευούσης αὐτῷ γυναικόςI.AI 16.194, c. παρά y dat.
Τρόμης ἐδούλευε παρ' Ἐλπίᾳ ... χοίνικας παχείας ἔχωνD.18.129,
ἐδούλευσα παρὰ σοίLXX Ge.29.25,
παρὰ τοῖς ... ἐχθροῖςPh.2.435.
2 gener. estar sometido, servir op. ‘mandar’
ὅσον τό τ' ἄρχειν καὶ τὸ δουλεύειν δίχαA.Pr.927,
οἱ δὲ δουλεύσαντες ἐργατικῶςPhld.Cont.16.16, c. dat. de pers.
γυναιξίDemocr.B 214, E.Or.937,
ζεύγλησιA.Pr.463,
νόθοισι λέκτροιςE.Andr.928,
ΦοίβῳE.Io 182, cf. Cyc.705,
τοῖς τε ἄρχουσιν καὶ τοῖς νόμοιςPl.Lg.698c, cf. Arist.Pol.1315b16, Origenes Cels.5.6,
οὐδεὶς γὰρ δύναται δυσὶ κυρίοις δ.Eu.Luc.16.13,
ἀλλήλοιςEp.Gal.5.13,
τῷ κυρίῳEp.Rom.12.11,
θεῷPh.1.158, en v. pas.
δουλεύεσθαι ὑπ' αὐτοῦVit.Aesop.G 31.
II usos fig., gener. c. dat. de abstr. o de cosa
1 ser esclavo, someterse, servir ciegamente
τῇ γῇ δουλεῦσαιTh.1.81,
τῇ κτήσει αὐτοῦPl.R.494d,
ταῖς δ' ἡδοναῖς δουλεύεινIsoc.1.21, cf. Pl.Phdr.238e, Ep.Tit.3.3,
μὴ δ. γαστρὶ μηδ' ὕπνῳ καὶ λαγνείᾳX.Mem.1.6.8,
κεναῖς δόξαις ἀνθρώπωνPolystr.Contempt.29.24,
δόξαισινPhilem.96.8,
τῇ ἀλαζονείᾳPlb.4.3.1,
θυμῷHdn.1.17.6,
δουλεύειν τῇ ἁμαρτίᾳser esclavos del pecado, Ep.Rom.6.6,
πάθεσιSext.Sent.75, cf. Ph.1.134,
τύχαιςMeth.Symp.208,
ὑποθέσεσινAristid.Quint.61.21,
τῇ τοῦ θεοῦ (σοφίᾳ)Amph.Seleuc.250
•c. εἰς y ac.
εἰς τὸ εὐαγγέλιονEp.Phil.2.22
•sin rég.
ἀλλὰ δουλεύων λέληθαςa los tribunales de justicia, Ar.V.517, cf. 653
•de un editor, traductor, etc. seguir un texto servilmente Origenes M.11.52B.
2 acomodarse a, atarse a
καιρῷAP 9.441 (Pall.), cf. Plu.Arat.43,
ἀλλήλοις ... δουλεύοντεςdel sometimiento voluntario entre unos esposos PLond.1727.11 (VI d.C.),
τῇ τάξειCod.Iust.12.49.13.3.
3 gram. acompañar a, construirse con
τὰ χωριστικὰ ἐπιρρήματα δουλεύει τῇ γενικῇ πτώσειSch.D.T.258.15.