δοσίδιον, -ου, τό
• Grafía: graf. -σεί-
pequeña contribución, donativo de los miembros de una asociación relig.
τὰ δοσείδια τὰ οἰκουμενικὰ τὰ τῆς ἱερᾶς ξυστικῆς συνόδουIUrb.Rom.246B.9, cf. A.22 (IV d.C.).
τὰ δοσείδια τὰ οἰκουμενικὰ τὰ τῆς ἱερᾶς ξυστικῆς συνόδουIUrb.Rom.246B.9, cf. A.22 (IV d.C.).