δορυξόος, -ου, ὁ
• Alolema(s): -ξοῦς Poll.7.156
el que hace lanzas, lancero
τὰ τῶν περιοικούντων ἐργαστήρια δορυξόωνPlu.Pel.12, cf. Poll.l.c., D.Chr.77/78.12, Aristid.Or.3.294.
τὰ τῶν περιοικούντων ἐργαστήρια δορυξόωνPlu.Pel.12, cf. Poll.l.c., D.Chr.77/78.12, Aristid.Or.3.294.