< δορύκνιον
δορύκρᾱνος >
δορυκοίρᾰνος
,
-ου, ὁ
señor de la lanza
πολλοὶ δορυκοίρανοι ... φῶτες ἐφορμηθέντες
Orac.Sib
.14.261.