δορυδρέπᾰνον, -ου, τό
milit., especie de alabarda o hacha de abordaje usada en el combate naval
προσβαλούσης ... τῆς νεὼς ... πρὸς ὁλκάδα τινά, ἐμάχετο ἔχων δ.Pl.La.183d, cf. 184a,
κατέσπων οἱ Ῥωμαῖοι τὰ ἱστία δορυδρεπάνοιςStr.4.4.1, cf. Poll.1.120, D.C.39.43.4, Agath.5.22.4
•tb. para derribar las almenas de las murallas
τῶν δορυδρεπάνων ἀποσυρόντων τὰς ἐπάλξειςPlb.21.27.4
•en sent. humorístico AP 11.89 (Lucill.).