< δορκάζω
δορκᾰλίς >
δορκαί
,
-ῶν, αἱ
liendres
ὥσπερ δ. ἐκ βρόχων
Origenes
Fr
.62
in Lc
.12.36, cf.
δόρκαι (
sic
)
Hsch.