δορκαδοθήρας, -ου, ὁ
cazador de gacelas
τὸν δορκαδοθή[ρ]αν παραγεγονότα ἀπὸ κυνη[γίαςPLugd.Bat.20.65.1, cf. PCair.Zen.744.1.1 (ambos III a.C.).
τὸν δορκαδοθή[ρ]αν παραγεγονότα ἀπὸ κυνη[γίαςPLugd.Bat.20.65.1, cf. PCair.Zen.744.1.1 (ambos III a.C.).