< δορατοθήκη
δορατομαχέω >
δορατόκτητος
,
-ον
capturado con la lanza
, e.d.
en la guerra
δο]υλικὰ σώματα δύο δορα[τόκτητα
PHamb
.63.9 (II d.C.) (cj.).