δοξοποιέω
I
ὅσον τῆς ἀληθείας ἔχει τεκμήριονEpiph.Const.Haer.66.53.9.
2 glorificar, ensalzar a un dios PMag.2.176.
II en v. med. tener capacidad de juicio, de discernimiento
τὸ ... τῶν ἀνθρώπων γένος, καίπερ δεδοξοποιημένον, οὐχ ἧττον διὰ τὴν ἀλογιστίαν ... ἁμαρτάνειPlb.18.15.16.