δοξομιμητικός, -ή, -όν
subst. ἡ δ. mímesis o imitación basada en la apariencia
τὴν ... μετὰ δόξης μίμησιν δοξομιμητικὴν προσείπωμενPl.Sph.267d, cf. Procl.in Cra.121.
τὴν ... μετὰ δόξης μίμησιν δοξομιμητικὴν προσείπωμενPl.Sph.267d, cf. Procl.in Cra.121.