δοξολογέω
jud.-crist. alabar, glorificar gener. c. compl. dir. ref. a Dios
δοξολογοῦμέν σεLXX Od.14.7, cf. Gr.Naz.M.37.511A,
τὸν δεσπότηνT.Iob 50,
τὸν πατέρα τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖςPhys.B 293.8,
τὴν τριάδαEpiph.Const.Haer.76.47.3, cf. Basil.M.29.301C,
Θεὸν ΠατέραAfric.Ep.Arist.1 (p.56.31),
ΧριστόνCyr.Al.Luc.1.3.7, cf. Origenes M.17.132C, Cyr.Al.M.70.548B, en v. pas.
τῷ παρὰ πάσης δοξολογουμένῳ τῆς κτίσεωςCyr.Al.M.73.84B, cf. Cat.Cod.Astr.9(2).169
•irón. ref. a espíritus diabólicos
τὰ τῆς πλάνης πνεύματα δοξολογοῦσινIust.Phil.Dial.7.3
•c. ac. de abstr. exaltar
τοῦ ὑψηλοῦ τόπου τὸ ποίημαT.Iob 49,
τὸ θεῖονEpiph.Const.Haer.70.8.10, en v. pas.
δοξολογεῖσθαι τὸ ὄνομα αὐτοῦ (Χριστοῦ) ... ἀπ' ἄκρου τῆς γῆςCyr.Al.M.70.861A
•abs. alabar a Dios
ἀποπαύσονται τάχα που καὶ τοῦ δοξολογεῖνCyr.Al.M.69.857A,
κατὰ τὸν μέγαν ΔαβίδProcop.Gaz.M.87.2460B.