< δοξαστέον
δοξαστής >
δοξαστήρ
,
-ῆρος, ὁ
el que glorifica
φίλον σε εἶναι καὶ δοξαστῆρα ἀληθινόν
ref. al Espíritu Santo
, Basil.
Ep
.50.