δοξάζω
I c. inf., ac. int., doble ac. o adv.
1 ref. al fut. esperar c. inf. de fut.
οὐχ ... γάμους γαμεῖσθαι τούσδ' ἐδόξαζόν ποτεE.Tr.347,
ἐξ ἐπιφανείας ἐδόξαζον κριθήσεσθαι τὴν μάχηνPlb.3.68.12, c. el inf. sobreentendido
δοξάζων μὲν οὔS.Ph.545,
ἀλκῇ δέ σ' οὐκ ἄν, ᾗ σὺ δοξάζεις ἴσως, σῴσαιμ' ἄνE.Or.711.
2 opinar, pensar, imaginar c. inf. pres., aor. o perf.
δοξάσει τιν' ἀκούειν ὄπα τᾶς ΤηρεΐαςA.Supp.60,
ἐκείνους ταὔτ' ἔχειν δοξάζομενA.A.673,
μὴ πάντ' ἀληθῆ δοξάσῃς εἰρηκέναιE.Hel.307, cf. Supp.1043, Med.944, Or.314,
δοκεῖ δοξάζειν ... καὶ εὐδαίμονάς τινας εἶναιX.Hier.2.3,
δοξάζειν εἶναι πλουσιώτερονPl.Phlb.48e, cf. Ocell.13,
δοξάζοντι ... εἰκόνα ὁρᾶνPaus.9.31.8,
ὅταν ἐκεῖνα εἶναι αὑτὸν ... δοξάζῃPorph.Sent.40, c. ac. int.
εὐξύμβολον τόδ' ἐστὶ παντὶ δοξάσαιA.Ch.170,
οὐ ταὐτὰ δοξάζειν ἀλλήλοιςX.Mem.1.1.13,
τῶν δοξῶν ἃς οἱ ἄνθρωποι δοξάζουσινPl.Cri.46d,
ψευδῆ δοξάζωνPl.Tht.189c,
περὶ θεῶν ἃ δεῖ δοξάζεινArist.Fr.664,
μὴ ταὐτὰ δοξάζοντεςArist.Metaph.1009a11,
δι' ἄγνοιαν δοξάζων τιAen.Tact.6.1,
περὶ τῶν μεγίστων δοξῶν ἐναντία δοξαζούσαςD.S.2.29.6, cf. Ph.1.230, 151, Plu.2.170d, Luc.DMort.10.1, Philostr.VA 6.3, c. adv. u or. adverb.
δοξάζουσαι δὲ ἑτέρωςX.Cyn.3.10, cf. Isoc.11.26,
δοξάζειν περὶ τῶν μελλόντων ἐπιεικῶςIsoc.Ep.5.4,
περὶ τῆς ῥητορικῆς δοξάζεις ὥσπερ νῦν λέγεις;Pl.Grg.461b,
οὐ γὰρ κακῶς δοξάζειςPl.R.327c,
ὀρθῶς ἐδόξαζονPl.Plt.278a,
συγκεχυμένως πως δοξάζουσι περὶ αὐτῶνAristox.Harm.15.22,
ἄλλως δοξάζειν ... περὶ αὐτῶνI.AI 10.281
•abs. concebir un proyecto
μετ' ἀσφαλείας μὲν δοξάζομεν, μετὰ δέους δὲ ἐν τῷ ἔργῳ ἐλλείπομενTh.1.120,
τοῖς παρὰ τὰ ὄντα δοξάζουσιpara quienes juzgan sin contar con la realidad Pl.Phdr.262b,
δοξάσαι ἔστιAr.Pax 119,
καθάπερ ... δοξάζομενD.S.3.48
•en part. pas. objeto de pensamiento
οὐκ ἔσται ἄνθρωπος τὸ δοξάζον ἀλλὰ τὸ δοξαζόμενονArist.Metaph.1011b11,
τὰ δοξαζόμεναla opinión Epicur.Sent.[5] 22, cf. 24
•en v. med. impers.
ὡς δοξάζεταιE.IT 831, c. ac. int.
τὸ ἐναντίον [ἐ]δοξάζετοEpicur.Nat.28.13.7.5.
3 fil. mantener una opinión, creer op. o dif. de ‘conocer’
ἢ σαφῶς ἐπιστάμενος ... ἢ δοξάζωνGorg.B 11a.3,
ἐπιεικῶς δοξάζειν ἢ ... ἀκριβῶς ἐπίστασθαιIsoc.10.5,
ὅν φαμεν δοξάζειν ἀλλ' οὐ γιγνώσκεινPl.R.476d, cf. Tht.187a, 201c, implicando convicción
οὐκ ἐνδέχεται γὰρ δοξάζοντα οἷς δοκεῖ μὴ πιστεύεινArist.de An.428a21.
4 considerar c. doble ac., compl. dir. y pred.
πῶς ταῦτ', ἀληθῆ ... δοξάσω;A.Ch.844, cf. Ocell.3,
ἕκαστος ... ἐπὶ πλέον τι αὑτὸν ἐδόξασενTh.3.45,
τὰ εὔχρηστα τῶν ζῴων θεοὺς ἐδόξαζονD.L.1.11,
ἡ διάνοια ... δοξάζουσα αὑτὴν αἰτίαν τῶν γινομένωνPh.1.94, en v. pas.
ταῦτα δεδοξάσθω μὲν ἐοικόταXenoph.B 35,
(ἡ γῆ) οὔτε οἵα οὔτε ὅση δοξάζεται ὑπὸ τῶν περὶ γῆς εἰωθότων λέγεινPl.Phd.108c,
ἡγούμενοι δοξάζεσθαι κακοίPl.Lg.646e,
ὁ σοφὸς ὄντως ὢν καὶ μὴ μόνον δοξαζόμενοςPl.Epin.976c, cf. R.588b,
ἀληθινώτατοι ... φίλοι δοξαζόμενοιPlb.10.35.6, c. inf.
δοξάζεται δὲ ὑπὸ τῶν πλείστων οὐ συναίτια ... εἶναιPl.Ti.46d, c. adv.
τὰ δοξαζόμενα ἀληθῶςPl.Plt.278b,
ο]ὐ ψε[υ]δῶς ... δοξαζόμενα πάνταPolystr.Contempt.27.23.
II c. ac. de pers. o divinidades
1 respetar, honrar, venerar
δόξασον τὴν ψυχήν σουLXX Si.10.28, cf. 29,
τούτους Κελτοὶ ὡς προφήτας καὶ προγνωστικοὺς δοξάζουσινref. a los druidas, Hippol.Haer.1.25,
δόξασόν με καὶ ἔρχουOFlorida 17.10, en v. pas.
ζωοῖς δοξαζόμενος παρὰ πᾶσινSEG 33.1107 (Paflagonia, imper.),
πλούσιος δοξάζεται διὰ τὸν πλοῦτον αὐτοῦLXX Si.10.30,
τῶν ἐπ' ἀρετῇ δεδοξασμένων ἀνδρῶνPlb.6.53.10,
οἷος γὰρ ὁ τρόπος ζῶντος ἐδοξάζετοPlb.31.22.2,
ἱερὸν δεδοξασμένον ἐξ ἀρχαίωνISyène 244.56 (II a.C.),
Ἶσις ... δόξασόν με, ὡς ἐδόξασα τὸ ὄνομα τοῦ υἱοῦ σου ὮροςPMag.7.501.
2 jud.-crist. glorificar, alabar
οὗτός μου Θεός, καὶ δοξάσω αὐτόνLXX Ex.15.2,
δόξασόν σου τὸν υἱόν, ἵνα ὁ υἱὸς δοξάσῃ σέEu.Io.17.1,
δοξάζειν Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν δοξάσαντα ὑμᾶςIgn.Eph.2.2, de los ángeles, Clem.Al.Prot.12.119,
ὑμνοῦντα καὶ δοξάζοντα τὸν τῶν ὅλων πατέραOrigenes Or.33.6,
δοξάζω σε, τὸν πρωτότοκον λόγονen una plegaria maniquea PKell.G.91.1 (IV d.C.),
τὸν κύριονPamph.Mon.Soter.113, cf. POxy.1874.14 (VI d.C.), c. pred.
οὐχ ὡς θεὸν ἐδόξασαν ἢ ηὐχαρίστησανEp.Rom.1.21, en v. pas.
ἐνδόξως γὰρ δεδόξασταιLXX Ex.15.1,
Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθηEu.Io.7.39,
δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖςquedé glorificado en ellos, Eu.Io.17.10,
σὺ εἶ δοξασθεὶς καὶ δεδοξασμένος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνωνPMag.Brashear 2.17,
ὁ Θεὸς δοξασθήσεταιGr.Naz.M.36.133C, cf. Herm.Mand.3.1, Origenes Fr.10 in Lc., esp. el nombre de Dios
εἰς τὸ δοξασθῆναι τὸ ὄνομα τοῦ ἀληθινοῦ1Ep.Clem.43.6, cf. POxy.924.13 (IV d.C.)
•abs. δοξάζειν cantar el ‘gloria’ Io.Iei.Poenit.M.88.1889A.
3 iluminar mediante la gloria, en v. pas.
δεδόξασται ἡ ὄψις τοῦ χρώματος τοῦ προσώπου αὐτοῦdicho de Moisés, LXX Ex.34.29, cf. Gr.Nyss.M.46.1173D.