δονέω
• Morfología: [pas. pres. ind. 3a sg. δονῖτη Corinn.22 (e), part. δονεύμενος Bio Fr.9.5]
A tr.
I sent. fís.
1 sacudir, revolver, agitar frec. suj. el viento
τὸ δέ τε πνοιαὶ δονέουσι παντοίων ἀνέμωνref. a un árbol Il.17.55, cf. A.R.3.1376,
ἄνεμος ... νέφεα σκιόεντα δονήσαςIl.12.157,
φύλλ' ἄνεμος ... δονεῖB.5.67, cf. AP 16.11 (Hermocr.),
παραδόντες αὐτὰ (τὰ περιττὰ τοῦ ἔρνους) τοῖς ἀνέμοις δονεῖνLuc.Anach.20,
ἄκονθ' ... παλάμᾳ δονέωνPi.P.1.44,
λυσσομανεῖς πλοκάμουςAP 6.219 (Antip.Sid.), c. adv.
δονοῦσα καὶ τρέπουσα τύρβ' ἄνω κάτωA.Fr.311, en v. pas.
οὐθ' ἅρματα καλὰ δονήσεταιh.Ap.270,
ἀνερρίπτει (τοὺς τροχούς) δονουμένουςlanzó al aire (los aros) puestos en movimiento X.Smp.2.8,
πτεροῖσι καὶ ῥοιζήμασιν αἰθὴρ δονεῖταιAr.Au.1183,
ἀνέμῳ δεδονημένον αὖον ἄχερδονTheoc.24.90,
δονέοντο μετὰ πνοιῇσιν ἔθειραιA.R.1.223, cf. 3.1295,
κάρφεα δονέεσθαι ὑπὸ τῶν ἀνέμων τοῦ δρόμουLuc.Astr.29, cf. Nonn.D.1.69
•c. suj. de pers. batir
τὸ γάλαHdt.4.2.
2 hostigar, golpear, aguijar
τὰς (βόας) αἰόλος οἶστρος ἐδόνησενOd.22.300
•hacer vibrar
δεξιτερὴν ὑπάτην ... πλήκτροισι δονήσαςAP 11.352 (Agath.), fig.
ὀσμὴ ... μυκτῆραMnesim.4.60
•en v. pas.
πελέκεσσι δονῖτηCorinn.l.c.,
Ζέφυρος δεδόνητο ... κυπαρίσσων ... πετάλοισιNonn.D.2.80.
3 agitar, sublevar en v. pas.
ἡ Ἀσίη ἐδονέετο ἐπὶ τρία ἔτεαAsia estuvo agitada durante tres años Hdt.7.1,
τὰ ὑπερόρια πάντα πολέμοις διὰ τήνδε τὴν στάσιν ἐδονεῖτοApp.BC 4.52.
II rel. los sentimientos agitar, estremecer c. ac. de pers. o la sede de sus emociones, esp. del amor
Ἔρος ... μ' ... δονεῖSapph.130,
θυμὸν δονέουσι μέριμναιB.1.179,
ἄπρακτ' ὀδυρόμενον δονεῖν καρδίανB.Fr.12,
τις ἔρως ... με δονεῖ τῶνδε σῶν βοστρύχωνAr.Ec.954,
ὁ ... μ' ... δονεῖ λαόςTim.15.209,
ποθεινὰ δ' Ἑλλὰς αὐτὰν ... δονέοι μάστιγι ΠειθοῦςPi.P.4.219
•en v. pas.
δονηθεῖσα φρήνPi.P.6.36, ref. al amor
βελέεσσι δὲ σοῖσι δονεῖταιOpp.C.2.412,
Ἔρωτι δονεύμενοςBio l.c.
•fig. suscitar, promover
θρόον ὕμνων δόνειPi.N.7.81.
B intr.
I en v. act. resonar, zumbar
δι' ἀλλήλων δονέουσαιref. a las abejas h.Merc.563,
τὸ ἐπιγάστριον δονέειAret.SD 2.1.6.
II en v. med.
1 agitarse, vibrar, moverse, ir y venir
ἐπὶ δὲ δεινοῖσι καρήνοις Γοργείοις ἐδονεῖτο μέγας φόβοςHes.Sc.237,
πτερύγεσσι δονούμενονdel Noto vibrando con las alas Orph.H.82.2,
μυρία φῦλ' ἐδονεῖτο ... μελίσσαις <εἴκελα>Choeril.3,
καναχαί τ' αὐλῶν δονέονταιPi.P.10.39,
πάντα ... δονεῖται κατὰ προστάξινen el ejército, Arist.Mu.399b9,
παῖδα ποθῶν δεδόνητοde Heracles buscando a Hilas, Theoc.13.65,
δύο πέτραι ... συνίασι δονεύμεναιD.P.396,
τὸ ... ὕδωρ ... δονεῖται ... τοῦ ἀέρος σάλον λαμβάνοντοςPlu.2.1005e,
ἅλμης ... ἐν ἀγκοίνῃσιν ... δονέονταιref. a los peces, Opp.H.3.34,
δονεῖται τὰ ὄμματαlos ojos no se están quietos Adam.2.52, cf. Polem.Phgn.63.
2 medic. sufrir una sacudida c. ac. de rel.
δονοῦνται τὸ νευρῶδεςPaul.Aeg.6.74.1.
• Etimología: Formación intens. c. vocalismo o, para la que sólo se ha propuesto una etim. pelásgica en rel. c. ai. dhunóti.