δομέω
• Morfología: [aor. ind. sin aum. δόμησε Gr.Naz.M.37.922A; plusperf. sin aum. δεδόμητο I.BI 5.173]
1 construir, edificar Hsch.s.u. δομέοντι, en v. pas.
τεῖχος ... ἐφ' ὑψηλῷ λόφῳ δεδόμητοI.l.c., cf. BI 5.143,
ἡ στέγη κοινὴ ... δεδομημένηI.AI 8.67,
τοὺς τάφους ... ἐν τοῖς ἕλεσι δεδομημένουςArr.An.7.22.2,
πλίνθῳ ... καὶ γύψῳ δεδομημέναZos.3.17,
δομηθέντα τῷ θεῷ θυσιαστήριαThdt.Qu.in 4Re.55 (p.239), en v. med. mismo sent.
ἐπέγραφεν ὄνομα ... τὸ τῶν πρώτως δομησαμένων (τὰ δημόσια ἔργα)D.C.66.10.1a,
ἵνα ... δομήσηται τὸν βωμόνThdt.Qu.in 2Re.45 (p.121)
•fig. en v. act.
ἃ γὰρ χρόνος δόμησεGr.Naz.l.c.
2 colocar, utilizar en construcción
λίθοι τειχῶν εὖ δεδομημένοιAristid.Or.25.64.