δόμος, -ου, ὁ
• Morfología: [gen. -οιο Il.6.89, Od.1.330, h.Merc.246, etc.; plu. ac. -ως Corinn.1.3.20, dat. -οισι(ν) Il.6.503, A.Th.895, S.Tr.6]
I
θεῶν μακάρων ἱεροὶ δόμοιh.Merc.251, de Zeus Il.8.375,
Διὸς τέγεοι δόμοιEmp.B 142.1,
πάτρος δὲ δόμον λίποισα χρύσιονSapph.1.7, cf. Call.Dian.168, de Anfitrita, B.17.111, de Hades, frec. ref. a la muerte Il.3.322, 22.52,
βῆσαν ἐς εὐρώεντα δόμον κρυεροῦ ἈίδαοHes.Op.153, cf. Thgn.244, 917, E.Heracl.913, Orac.Sib.1.84, en epigr. funerar.
ἀποφθιμένω βήτην δόμον ᾌδος ἔσωIG 13.1315.4 (V a.C.), cf. 9(2).367.4 (III d.C.),
δόμον Ἄϊδος ἀστυφελίκτου ἤλυθονIGBulg.12.228.3 (Odesos II/III d.C.),
Φερσεφόνας δὲ ἀδίαυλον ὑπὸ στυγερὸν δόμον ἦλθονIKyzikos 516.10 (II a.C.),
ἈχέροντοςNSERod.47 (Rodas I d.C.),
ἡ δὲ πρόμοιρος ἐγὼ σκότιον δόμον ἤλυθ' Ἀν[άγ]κ[η]ςIG 12(3).1065.1.2 (Folegandro III d.C.), de los bienaventurados
εὐσεβέων ναίοις ἱερὸν δόμονCIRB 131.10 (I a./d.C.), cf. GVI 1729.5 (Cos II/I a.C.), 1474.6 (Renea I d.C.),
ναίω δ' ἡρώων ἱερὸν δόμον, οὐκ ἈχέροντοςIEphesos 2101.7 (I a.C.)
•ref. a templos
μ' ἔπεμψεν ἐκ δόμων τῶν Λοξίουref. al templo de Apolo en Delfos, A.Eu.35, cf. Orác. en Hdt.5.92ε, E.Io 249,
ἈρτέμιδοςAr.Ra.1273,
μυστοδόκος δ.del templo de Démeter en Eleusis, Ar.Nu.303, de Asclepio IG 22.4514.3 (II d.C.),
δ. ἱερόςSEG 43.710 (Euromo I a./d.C.),
ΤύχηςAP 9.693
•de héroes: de Heracles
λιπαρὸ[ν] ποτὶ δόμονB.16.29, de Áctor Il.2.513, de Anfión, Ar.Au.1247.
2 palacio, mansión, morada de reyes, en sg. o plu., de Odiseo Od.23.148, de Erecteoε Od.7.81,
Ἀλυά[τ]τα δόμοιB.3.40,
κατ' Ἀδμήτου δόμουςE.Alc.170, de Eetes, A.R.3.217, de Enomao Epigr.Adesp.FGE 1849, de Príamo AP 7.297 (Polystr.), del rey de las ranas Batr.(a) 15, de Cadmo, Orph.H.47.2, de Pelias, Orph.A.1312.
3 casa, morada, vivienda en sg. o plu.:
a) de particulares
μηδὲ δόμον ποιῶν ἀνεπίξεστον καταλείπεινHes.Op.746,
τοῖς ἀγάλμασι ... εὔχονται ὁκοῖον εἴ τις δόμοισι λεσχηνεύοιτοHeraclit.B 5,
εὐτύκους ναίειν δόμουςA.Supp.959,
πατρὸς νοσφισθεῖσα δόμωνThgn.1291,
ἡμᾶς ἄπαγε πρὸς δόμουςS.Ant.1087,
χαλκὸς ὅτις κοσμεῖ δόμονCritias Eleg.1.8,
δόμοις κειμήλια θέσθαιSEG 35.267 (Argos IV a.C.),
ἦλθεν ... ὑγιὴς ἐν δόμοιςLuc.Ocyp.105
•ac. como adv. δόμον a casa
τὰ λοιπὰ δόμον †μηδ' εἰσενέγκῃςArchestr.SHell.157.4, cf. δόμονδε;
b) del difunto, ref. a la tumba
τάφον, δακρυόεντα δόμονCEG 641 (Tesalia IV a.C.),
δνοφερὸς δ.IStratonikeia 1326.7 (heleníst.), cf. GVI 2049 (Siria II d.C.),
Δαμαν δ. οὗτος ὁ λάινος ἐντὸς ἐέργειMAMA 7.242, cf. 232 (ambas Frigia, imper.);
c) de anim.: de una alquería para el ganado
ἐς πυκινὸν δόμον ἐλθεῖνIl.12.301,
κοῖλος δ.de un avispero Il.12.169,
ὀστρακόεις δ.de la concha de la ostra AP 9.86 (Antiphil.),
ὑπὸ γεῖσα δόμους τεύξασα χελιδώνAP 10.16 (Theaet.Schol.);
d) en sent. fig.
Ἐλπὶς ἐν ἀρρήκτοισι δόμοισιν ἔνδον ἔμεινεde la tinaja en que quedó encerrada Esperanza, Hes.Op.96,
τὰ κομψὰ ... σοφίσματα, ἐξ ὧν κενοῖσιν ἐγκατοικήσεις δόμοιςE.Fr.188,
ξύλινος δ.ref. a una pira funeraria, B.3.49, ref. al caballo de Troya Orac.Sib.11.135,
ἀσώματοι δόμοιdel alma, Amph.Seleuc.29.
4 casa ref. a los miembros del linaje
Διὸς δ.Alcm.45,
παισὶ ... καὶ δόμοιςA.Supp.433, cf. Ch.263,
σκοποῦσι τὴν πάλαι γένους φθορὰν οἵα κατέσχε τὸν σὸν ἄθλιον δόμονS.OC 370, cf. E.Or.70,
ὦ κατάρατοι παῖδες ὄλοισθε ... σὺν πατρί, καὶ πᾶς δ. ἔρροιE.Med.114, cf. SEG 29.1685 (I d.C.),
Λύκος ... Φειδώλα παίδων ἐστεφάνωσε δόμουςen una inscr. honorífica Epigr.Adesp.FGE 1485.
5 habitación, estancia de la casa o el palacio
αἴθουσαί τε καὶ ἕρκεα καὶ δόμοιOd.8.57, cf. 22.204,
σαίρουσι δῶμα καὶ δόμων κειμήλιαE.Fr.56D, cf. S.Tr.689,
κέδρινοι δόμοιE.Alc.160, cf. Call.Cer.54
•recinto ref. a los cuatro sucesivos recintos o departamentos del templo de Jerusalén
λίθου ... ξεστοῦ τρεῖς ποιησάμενοι δόμους καὶ ἕνα ξύλινον ἐγχώριονI.AI 11.13, cf. 99, LXX 1Es.6.24.
II
διὰ τριήκοντα δόμων πλίνθουcada treinta hileras de ladrillo Hdt.1.179,
λίθουHdt.2.127, cf. Plb.10.24.7, de la pirámide
τοὺς δὲ τοίχους ἐπὶ μὲν πεντεκαίδεκα δόμους κατεσκεύασενD.S.1.64, de ladrillos SB 13762.14 (VI/VII d.C.).
2 hilada o capa de soga en la constr. de una ballesta
πληρωθέντος δὲ τοῦ πρώτου δόμουPh.Bel.65.27,
συνέτεινον σφόδρα καὶ βίᾳ πρῶτον δόμονHero Bel.82.3.
• Etimología: Antiguo nombre r., del que existe una variante *domu- en lat. domus, aesl. domŭ, ai. dámū-nas- ‘compañero’ y otra δῶμα q.u.; cf. tb. δεσπότης.