δολόω
• Morfología: [aor. 3a sg. δόλωσε Hes.Fr.33a.18, v. med. inf. δολσαθθαι ICr.4.72.2.36 (Gortina V a.C.)]


I tr.

1 engañar c. ac. de dioses, pers. o anim. (δῶρα) τά μιν ... δόλωσε dones (de Posidón) que fueron para él un engaño Hes.l.c., Μοίρας δολώσας E.Alc.12, μή σε δολώσῃ Ar.Eq.1067, 1081, c. dat. instrum. y ac. explícito o sobreentendido τοιούτῳ φαρμάκῳ δολώσας ἐκράτησας παιδὸς τοῦ ἐμοῦ Hdt.1.212, δολώσαντες γάμοις E.IA 898, βίᾳ δολώσας E.Fr.Cresph.66.22, cf. Opp.H.3.18, δολοῦν ἀπάτῃ τοὺς πολεμίους Plu.Fab.6, δολοῦν ὗς ἀγρίους καὶ πλέγμασι καὶ ὀρύγμασι ref. a la caza, X.Cyr.1.6.28, cf. Plu.2.757d, Opp.H.3.338, 5.100, en v. pas. Γαίης ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθείς Hes.Th.494, μὴ δολωθῇς ... κέρδεσιν ἐντραπέλοις Pi.P.1.92, αἰ δέ κα πνι δολσαθθαι y si declara haber sido víctima de engaño, ICr.l.c., δεύτερον δολούμεθα; S.Ph.1288, κατέπιε δ' αὐτὰ δολωθεὶς ὑπὸ ματρυιᾶς IG 42.121.102 (IV a.C.), Ζεὺς αὐτὸς ὑποσχεσίῃσι δολωθείς Zeus atrapado por sus propias promesas A.R.2.948, cf. 4.456
abs. τὸ γὰρ δολῶσαι πρὸς γυναικὸς ἦν σαφῶς porque el tender la trampa era claramente cosa de mujer A.A.1636, μὴ δολώσαντος θεοῦ A.A.273, τῷ παλεύειν, ὅπερ ἐστὶ δολοῦν καὶ καταβάλλειν δι' ἀπάτης Plu.2.638d.

2 c. ac. de cosa desfigurar, disfrazar ναυκλήρου τρόποις μορφὴν δολώσας disfrazando su apariencia con vestimentas de patrón de nave S.Ph.129
desvirtuar palabras, textos, etc. μηδὲ δολοῦντες τὸν λόγον τοῦ θεοῦ 2Ep.Cor.4.2
de materias o elementos naturales adulterar (τὸν οἶνον) δολώσαντες καὶ κακομετροῦντες Luc.Herm.59, en v. pas., del incienso δολοῦται δὲ μειγνύμενον κόμμει Dsc.1.67, cf. 68, Gal.14.48, del agua, Nonn.D.22.81
c. ref. al color tintar, teñir δολοῦν τὰ ἔρια Poll.7.169, en v. pas. δεδολωμένα δάκτυλα μίλτῳ Nonn.D.8.43
de monedas falsificar en v. pas. νομίσματα ... ταῖς ὕλαις δολούμενα Amph.Seleuc.260.

II intr., en v. med. engañarse a sí mismo (ἡ ψυχή) ὁπόταν δὲ κακωθῇ, δολουμένη, ἀδιανόητος γίνεται Vett.Val.237.12.