δολίζω
falsificar, adulterar
δολίζουσι δὲ αὐτὸ (τὸ στύραξ) τοῖς ἐκ τοῦ δένδρου πρίσμασινDsc.1.66, en v. pas., Dsc.1.64.2, cf. Orib.11.α.46.
δολίζουσι δὲ αὐτὸ (τὸ στύραξ) τοῖς ἐκ τοῦ δένδρου πρίσμασινDsc.1.66, en v. pas., Dsc.1.64.2, cf. Orib.11.α.46.