δολοπλοκία, -ας, ἡ
• Morfología: [plu. dat. -ῃσι Hp.Ep.17.7]
argucia, intriga, tergiversación
δολοπλοκίαι ... ἄπιστοιThgn.226,
δολοπλοκίῃσι ἀνθαμιλλεῦντεςrivalizando en artimañas Hp.l.c.
δολοπλοκίαι ... ἄπιστοιThgn.226,
δολοπλοκίῃσι ἀνθαμιλλεῦντεςrivalizando en artimañas Hp.l.c.