δολοεργός, -όν
• Alolema(s): δολουρ- Basil.M.31.637C
I
2 de abstr. engañoso
μὴ πίστευε δολουργῷ λογισμῷBasil.l.c.
II adv. -ῶς dolosamente, con engaño
ἡ δυσθυμία, ἡ δ. ... ὑποσπειρομένηNil.M.79.449B.
μὴ πίστευε δολουργῷ λογισμῷBasil.l.c.
ἡ δυσθυμία, ἡ δ. ... ὑποσπειρομένηNil.M.79.449B.