δολοεργός, -όν
• Alolema(s): δολουρ- Basil.M.31.637C


I 1de pers. falso, traidor Man.4.57, cf. 243.

2 de abstr. engañoso μὴ πίστευε δολουργῷ λογισμῷ Basil.l.c.

II adv. -ῶς dolosamente, con engaño ἡ δυσθυμία, ἡ δ. ... ὑποσπειρομένη Nil.M.79.449B.