< δοκανός
δοκευτικῶς >
δοκάριον
,
-ου, τό
arq.
viga pequeña
,
vigueta
μικρὰ δοκάρια
PLond
.1891 (biz.),
glos. a δοκός
Sch.rec.Ar.
Nu
.1496b (p.463).