< Δοκλεᾶται
δοκοποιός >
δοκοθήκη
,
-ης, ἡ
arq.
cotana
,
mechinal
τὰς δοκοθήκας ἐπιτρῆσαι καὶ πάλιν καθαρμόσαι
IG
11(2).161A.55 (Delos III a.C.).