δοκιμαστήριον, -ου, τό
1 prueba, medios de prueba
χωρισμὸς φίλων δ. φιλίαςMen.Mon.834,
δ. τῶν μύρωνdicho de la nariz, Artem.4.27,
τούτῳ δοκιμαστηρίῳ χρώμενος τῶν εὐφυῶν καὶ ἀφυῶνArr.Epict.3.6.10,
πῦρ ... δ. τῶν ἁμαρτωλῶνT.Abr.A 12.10.
2 tribunal
πάντως ... πρὸς δ. ἧκονLib.Decl.1.102 (cód.),
glos. a κριτήριονHsch.