< δοκικῶ
δοκιμάζω >
δοκικῶς
adv.
a modo de viga
ὅπου μὲν κυβικῶς, ὅπου δὲ δο[κι]κῶς, ὅπου δὲ πλινθικῶς
Procl.
in R
.2.39.28.