δοκηταί, -ῶν, οἱ
• Alolema(s): δοκιτ- Thdt.Ep.Sirm.82
docetas n. dado a los partidarios de la herejía docética (cf. δόκησις III)
τῶν δ' αἱρέσεων ... ἡ τῶν ΔοκητῶνClem.Al.Strom.7.17.108,
τίνα τοῖς Δοκηταῖς τὰ δοκοῦνταHippol.Haer.8.2, cf. 11,
οὓς Δοκητὰς καλοῦμενSerap.Antioch. en Eus.HE 6.12.6,
τῶν ἄλλων δοκιτῶν αἵρεσιςThdt.l.c., cf. Eust.Mon.Ep.370.