δοθιών, -όνος, ὁ
medic. absceso, forúnculo
ἐκθεῖν ἐκ τῶν ἡμετέρων σωμάτων ... δοθιόναςAnon.Lond.19.31, cf. Hdn.Gr.2.923, medic. en PMich.758.F.7.
ἐκθεῖν ἐκ τῶν ἡμετέρων σωμάτων ... δοθιόναςAnon.Lond.19.31, cf. Hdn.Gr.2.923, medic. en PMich.758.F.7.