δνοφώδης, -ες
• Alolema(s): frec. γνοφ-; γνοφοειδής Ant.Diog.Fr.Pap.Dub.43
• Morfología: [jón. neutr. plu. no contr. δνοφώδεα Hp.Morb.Sacr.13]
nublado, caliginoso, oscuro
Ζεὺς ... πέμψει δνοφώδη τ' αἰθέρος φυσήματαE.Tr.79,
νεφέλη γ. ἐπ' ὄρουςLXX Ex.19.16,
ταῦτα ... καὶ ἔκ τε λαμπρῶν δνοφώδεα γίνεταιHp.l.c., cf. Plu.2.949a, Ant.Diog.l.c.
•subst. τὸ γνοφωδέστατον la oscuridad extrema Tz.Ex.111.13L.
•tenebroso
ἡνίκα ἂν ἡσυχία νυκτερινὴ ᾖ καὶ γ.LXX Pr.7.9, cf. Ph.2.109,
δύναμιςMac.Aeg.Serm.B 4.94.