δνοπᾰλίζω
• Morfología: [fut. δνοπαλίξεις Od.14.512]
1 zarandear, enzarzarse con c. ac. de pers.
ἀνὴρ δ' ἄνδρ' ἐδνοπάλιζενIl.4.472
•dud., quizá sacudir
τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίξειςOd.l.c., cf.
δνοπαλίζειν· κεντεῖν, ταράσσειν ... σείεινPaus.Gr.δ 22.
2 en v. med. bambolearse, ondear en torno
γυῖα δνοπαλίζεταιdel pulpo, Opp.H.2.295.