δμωΐς, -ΐδος, ἡ
criada, sierva, esclava
δμωΐδες ... νέαιA.Th.363, cf. Supp.977, E.Io 666,
εἴτε πρόσπολον ... εἴτ' ἄλοχον εἴτε δμωίδ'ni criada ni esposa ni sierva E.Fr.132.2, cf. Andr.137, Hec.966, Lyc.1123,
δμῶές τε καὶ δμωΐδεςHp.Ep.12,
τάσδε ... δμωίδας κεκτήσομαιE.Ba.514, cf. A.R.1.285, Philet.21, Plu.Cam.33, Man.2.276, Nonn.D.20.245,
δμωὶς δρηστοσύνῃσι κεκασμένηIG 22.11205.1 (Atenas, rom.),
δοῦλος ἐναλλάγδην δμωίδι γενόμενοςAP 5.302.16 (Agath.)
•c. dat.
ὡς μὴ γένωμαι δ. Αἰγύπτου γένειA.Supp.335
•ayudante, asistente
δμωΐδες ... ἀγακλειταί περ ἐοῦσαιde las amazonas que forman el cortejo de Pentesilea, Q.S.1.35,
δμωΐδες Ἠελίοιοde las Horas, Nonn.D.2.271, 12.18.