διώμοτος, -ον
1 obligado por un juramento c. inf.
διώμοτοι ... ἄξεινS.Ph.593, cf. Aristid.Or.34.42, Procop.Arc.5.28.
2 adv. -ως obligatoriamente a causa de un juramento
ὁμαιχμίαν δ. ... πεποίηταιProcop.Goth.4.25.7.
διώμοτοι ... ἄξεινS.Ph.593, cf. Aristid.Or.34.42, Procop.Arc.5.28.
ὁμαιχμίαν δ. ... πεποίηταιProcop.Goth.4.25.7.