διώκτριος, -α, -ον


1 perseguidor, acosador de pers. τὰς διωκτρίας προπομποὺς εἰποῦσαι Sch.A.Eu.206 (p.213), de abstr. ἁμαρτία Gr.Naz.M.36.644A.

2 que pone en fuga, que ahuyenta de la oración δ. πάσης ἀντικειμένης δυνάμεως Nil.M.79.457C.