< διοσβάλᾰνος
Διοσεραπιασταί >
διόσδοτος
,
-ον
dado por Zeus
,
enviado por Zeus
αἴγλα
Pi.
P
.8.96,
ἀρχά
Pi.
Fr
.137.3,
ἄχεα
A.
Th
.948,
σκῆπτρα
A.
Eu
.626,
γάνος
A.
A
.1391, cf. Hsch.