διόμνυμι
• Alolema(s): tard. -μνύω Luc.Peregr.40, BGU 647.22 (II d.C.)


I jurar c. inf. fut. διώμοσεν ... δουλώσειν S.Tr.255, διομωμόκατε ... κτενεῖν Lycurg.127, c. ac. int. hορϙον τὸν νόμιον IG 92.718.45 (V a.C.), τὰ εἰθισμένα διώμοσε D.C.60.25.1, cf. PRein.44.38 (II d.C.), BGU l.c.
gener. en v. med. mismo sent., c. ac. ἃ ... ἠρνεῖσθε διομνύμενοι D.18.286, c. inf. κοὔτε στρατηγοὺς ... μολεῖν ἡμᾶς ... διωμόσω S.Ai.1233, διωμόσατο μὴ εἶναι ... D.49.67, διωμόσατο Ῥωμύλον ἰδεῖν Plu.Num.2, διομνυόμενος ... ἑωρακέναι Luc.l.c., διομνυμένων ... ζημιώσειν Plu.Cam.39, cf. Pel.35, D.S.9.10, I.BI 1.566, Pall.H.Laus.11.2, c. complet. αὐτῇ διωμοσάμην, ὡς ἄκων αὐτὴν ἔγημας Ach.Tat.5.20.2, διωμόσατο ... ὅτι ... Pall.H.Laus.21.15
c. giro prep.: c. ὑπέρ y gen. jurar en favor de τὸ διομόσασθαι ὑπὲρ τῆς μητρὸς εὖ εἰδέναι Antipho 1.28
c. κατά jurar por ὅρκους ... κατὰ τῆς ἑαυτῶν πίστεως διομοσάμενοι D.H.11.54
jurar sobre algo διωμόσατο κατὰ τῶν σφαγίων D.H.4.58
abs. S.Tr.378
tb. c. ac. int. πολλὰ διομνύμενος Hld.3.17.4
c. ac. de dioses jurar por τοὺς ἄλλους θεοὺς οὓς ἐκεῖ διόμνυσθαι νόμιμόν ἐστι Din.1.47, διόμνυται τόν τε οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν Aesop.91.

II jur., gener. en v. med.

1 prestar juramento solemne ante el tribunal, Is.11.6, D.47.73, Aeschin.2.156, SEG 29.1130bis.B.48 (Clazomenas II a.C.), c. ac. int. σεμνὸν ὅρκον διομοσάμενος Lys.3.1, cf. 21, ταῦτα καὶ διωμόσω ἐν τῇ ἀντιγραφῇ Pl.Ap.27c, αὐτοὺς (τοὺς μάρτυρας) ... ὅρκον ... διομοσαμένους Antipho 5.12, ἅ τε οὗτοι διωμόσαντο καὶ ἃ ἐγώ Antipho 6.16
c. inf., D.57.22, c. or. complet. ὁ μὲν γὰρ διώκων ὡς ἔκτεινε διόμνυται Lys.10.11, c. περί y gen. μὴ διομοσαμένοις περὶ τῆς αἰτίας ἧς ἐγὼ φεύγω Lys.4.4.

2 acusar bajo juramento οὐκ ἔνοχός εἰμι οἷς Σίμων διωμόσατο Lys.3.4.