διόλου


adv., frec. diuissim δι' ὅλου

1 sent. espacial, a veces c. matiz modal por completo, por entero ἀναγνώρισις γὰρ δ. es anagnórisis por entero dicho de la Odisea Arist.Po.1459b15, δ. μὲν γὰρ ὢν ὁ κόσμος πυρώδης Chrysipp.Stoic.2.186, χρόνος ... εἰς πέρατα δ. ... ἀναλυόμενος Arched.Stoic.3.263, ἐφρόντισεν δὲ ὁμοίως καὶ ὑπὲρ τῶν γινομένων δ. ... ἀργυρικῶν ζημιῶν IG 22.1028.81 (II/I a.C.), μήτε γάμον, μήτε τέκνον δ. ἴσχοι Test.Salaminia 199.15 (I d.C.), λεπτὸν ἦν δ. (la herida) era leve en todas partes Plu.Dio 34, ἑαυτῷ συγγιγνόμενος δ. Numen.11.13, cf. D.L.7.151, τοὺς δὲ κακοὺς δ. πάντας ἀποστρέφομαι AP 10.117, εἰς νότον δ. ἕως τοῦ τοίχου PMasp.109.27 (VI d.C.).

2 temp. siempre ταῦτ' ἐστὶ δ. Anon.Aulod.3.5, δ. ... φίλει με AP 5.158 (Asclep.), cf. 11.7 (Nicarch.), οὐκ ἔχομεν δ. τὸν λόγον ... εἰπεῖν Aristid.Quint.33.21, ἀτενὲς δ. βλέποντες Hld.3.13.2, οὐκ ἐπαύσατο μανιῶν δ. PMasp.2.3.20 (VI d.C.).