διόλλυμι
• Alolema(s): διολλύω Them.Or.22.274a, Hsch.
• Morfología: [fut. διολέσω E.Hel.888, διολῶ S.Tr.1029, v. med. διολοῦμαι Pl.R.497d; aor. διώλεσα Emp.B 139, S.Tr.465, v. med. part. διολομένη D.C.78.30.3; perf. διόλωλα A.Pers.590]


I tr. en v. act.

1 destruir completamente c. ac. de pers. με διώλεσε νηλεὲς ἦμαρ Emp.B 139, σ' ἡ τύχη διώλεσεν S.OT 442, τὸ κάλλος αὐτῆς τὸν βίον διώλεσεν S.Tr.465, cf. 1029, Ant.222, τοῦτο (τὸ σῶμα) διόλλυσι (τὸ κακόν) Pl.Cri.47c, σ' ... διολέσω E.l.c., ἡμᾶς διολέσαι Th.3.59, cf. Pl.R.375c, D.H.4.4, 6.78, 79, D.C.51.16.3, 61.12.1, τεκοῦσα θάλασσα διώλεσε (μέ) AP 7.216 (Antip.Thess.), cf. 587 (Iul.Epigr.), (αὐτούς) διολέσαι LXX Sap.11.19, οὔτε νόσος στυγερή με διώ[λεσεν ISmyrna 540.1 (I d.C.?), ὅς σε καὶ τὴν πᾶσαν ὑμῶν στρατιὰν χερσὶ ταῖς ἡμετέραις διολέσει I.AI 6.187, cf. AP 8.230b (Gr.Naz.)
c. ac. de n. concr. y (raro) abstr. arruinar, echar a perder, corromper τό τε αἷμα αὐτό Pl.Ti.83a, τὰ ξύμπαντα πράγματα Th.8.26, cf. Pl.Plt.302a, τὸν μὲν τούτου οἶκον σὺ ... διολώλεκας Is.5.43, ἵνα καὶ τὴν ἀγρίαν ταύτην ἄμπελον διολέσῃ Ph.1.391, ἀκομιστία δὲ ... ἵππον ... καὶ λύραν καὶ δρέπανον διολλύει Them.l.c., τάφον, ὅν γ' ἐλπὶς χρυσοῖο διώλεσε AP 8.212 (Gr.Naz.), πάσας ... ἐλπίδας διολέσαι I.AI 2.306
abs. διολλύουσα ἀνάγκη una fatalidad destructiva Them.32.356a
fig., a una mujer corromper ὅταν τις διολέσας δάμαρτά του cuando uno corrompiendo a la mujer de otro, e.e., seduciéndola E.El.921.

2 fig. destruir en la mente, olvidar ταῦτα ... εἰδὼς διώλεσ' S.OT 318.

II intr., en v. act. y med.

1 en perf. act. estar perdido, arruinado de cosas y abstr. οἶκος ἐμὸς διόλωλε Od.2.64, βασιλεία ... διόλωλεν ἰσχύς A.l.c., cf. Pl.Plt.302a, τὸ (κάλλος) μὲν διόλωλεν AP 12.229 (Strat.), de pers. διολώλαμεν estamos perdidos E.Andr.1176, AP 5.181 (Asclep.)
perecer τῶν πολεμίων οἱ πλεῖστοι διολώλασιν Plu.Sull.30.1, ἐξ ὧν (πολέμων ἐμφυλίων) ... ἔθνη ὅλα διολωλέναι D.H.7.60.

2 en v. med. perecer de pers. στρατὸς δὲ ὁ λοιπὸς ... διώλλυθ' A.Pers.483, ἢν φράσσω, διόλλυμαι S.OT 1159, cf. A.Supp.908, S.Tr.1052, Ai.838, κάτοιδεν ἀνδρὸς ἐκ τίνος διώλετο S.OT 225, cf. Ant.168, στενάχουσα διόλλυσαι S.El.141, διὰ δ' ὄλλυσαι ... πρόδοτος ἐκ φίλων (tm.) pereces traicionada por amigos E.Hipp.594, διόλλυμαι δορὸς ὑπὸ πολεμίου τυπείς Ar.Ach.1192, πόλις ... διολεῖται Pl.R.497d, cf. Ti.22d, Plt.302a, τῆς ἀδελφῆς ... διολομένης D.C.78.30.3, ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ διολέσθαι D.C.58.11.6, cf. 44.27.4, ἐν λαβυρίνθῳ διώλοντο Vett.Val.103.21, de anim. διολλύμενοι δὲ μένουσιν Opp.C.2.275, c. dat. instrum. γομφοδέτῳ τε δόρει διώλου A.Supp.846, κακῶν ... οἷς ἐγὼ διωλλύμην S.Ph.252, μαινομέναις παλάμαις Orac.Sib.5.254.

3 en v. med. echarse a perder de cosas y abstr. τὰ ... πτερὰ ... διόλλυται ψηχόμενα Plu.2.680e, cf. Luc.Trag.297, γεωργία ... διολλυμένη Plu.2.158d, c. dat. instrum. αἰσχρῷ δὲ καὶ κακῷ ... διόλλυται (τὸ τῆς ψυχῆς πτέρωμα) Pl.Phdr.246e.