< διόγκωσις
Διόγνητος >
διόγνητος
,
-ον
contr. por Διογένητος
noble
,
bien nacido
Ἰόλαος
Hes.
Sc
.340,
Φλεγύαο διογνήτοιο θύγατρα
Hes.
Fr
.60, cf.
EM
277.19G.