διέρεισμα, -ματος, τό
1 soporte
θυμιατήριον ... χαλκᾶ διερείσματα ἔχονIG 13.342.6 (V a.C.), cf. 22.1384.4 (V/IV a.C.), 1436.44 (IV a.C.),
κανν ... χαλκᾶ διερείσματ' ἔχονIG 22.1425.83, 1421.39 (ambas IV a.C.),
διερε<ί>σματα τῶν ΝικῶνIG 22.1425.382 (IV a.C.).
2 arq. prob. vigueta que va de pared a pared para sostener una plancha, el techo o un andamiaje
διερείσας διερείσματα εἰς τοὺς ἰκριωτῆραςIG 22.1668.80, cf. 68, 70 (IV a.C.),
ξύλον εἰς τὸ πρόδομον τοῦ ναοῦ τοῦ Ἀπόλλωνος δ.IG 11(2).287A.84 (Delos III a.C.).