διέπω
• Morfología: [dór. pres. 3a plu. διέποντι Pi.N.10.53]
A tr.
I
τὸ πλεῖον ... πολέμοιο χεῖρες ἐμαὶ διέπουσ'mis brazos llevan casi todo el peso de la guerra, Il.1.166,
πολέμουςA.Pers.106,
πάντα ἐκεῖναHdt.9.76
•disponer, organizar
τὰ ἕκασταref. al reparto de botín Il.11.706,
στρατόνIl.2.207, Pi.Fr.173, cf. 333d.13, Hdt.6.107, Opp.H.4.396, de juegos atléticos u otras celebraciones
μοῖραν ... θάλειανPi.l.c., cf. h.Pan.23, Hdt.5.22,
ἐφ' ᾧ διέπειν (τὴν εὐωχίαν)a condición de que organicen la fiesta, POxy.494.24 (II a.C.)
•organizar, tramar engaños
οἷα ... φῶτες φηληταὶ διέπουσι μελαίνης νυκτὸς ἐν ὥρῃh.Merc.67,
μάχαςXenoph.1.21.
2 dirigir, administrar, regir en el terreno polít.
ἱρὸν ἄστυAnacr.21.2, cf. Thgn.893,
τὰν (Ὀρτυγίαν) Ἱέρων ... διέπωνPi.O.6.93,
τὰ πρήγματα ἐπορᾶν καὶ διέπεινHdt.3.53, cf. 6.83,
αἴτε νόμος αἴτε βασιλεὺς διέποι τὰ κατ' αὐτώςEcphant.Pyth.Hell.80.23, cf. Hippias Eryth.1, D.C.52.30.2,
ἀρχήνPlu.Lyc.3, cf. Per.13,
ἔτος τέταρτον Οὐεσπασιανοῦ διέποντος τὴν ἡγεμονίανI.BI 7.219, cf. 1Ep.Clem.61.1
•por un poder que emana de la divinidad administrar, regentar
ἄλσος Φοίβου ... Δελφοὶ διέπουσιB.3.21,
τὸν τόπον τῆς ἐπισκοπῆςAlex.H.Fr. en Eus.HE 6.11.3
•regir, gobernar por parte de la divinidad
πάντα ... τὰ κατ' ἀνθρώπουςA.Eu.930,
τὸ σύμπαν διέποντος θεοῦArist.Mu.399a18,
τὸν κόσμονLXX Sap.9.3, cf. 12.15,
γῆν καὶ οὐρανόνI.BI 1.584,
τὰ ἐπίγειαEp.Diog.7.2, cf. Meth.Symp.220,
πάντα Τύχη πράγματα δὸς διέπεινAP 11.62 (Pall.),
ποταμοῦ ... ῥεῦμαpor parte de Eneas divinizado, D.H.1.64, por parte de los astros
τὰς δ' ἑκάστης ἡμέρας ἐξαλλαγὰς πολεύων καὶ διέπωνVett.Val.366.33, cf. Serapio en Cat.Cod.Astr.1.99.33, Paul.Al.15.7
•fig. gobernar de los elementos
πῦρ ... διέπον ἕκαστα κατὰ φύσινHp.Vict.1.10.
3 usos esp. admin. regir, estar a cargo de frec. en part. ref. a diversos funcionarios de alto rango, esp. a los prefectos o gobernadores provinciales
οἱ διέποντες τὰς ἐπικρατείαςPh.2.532,
ὁ διέπων τὴν Αἴγυπτον καὶ τὴν ἈλεξάνδρειανI.BI 4.616, cf. 5.45,
Συρίαν δὲ ἐν τῷ τότε διεῖπενI.AI 18.150, cf. 19.316, Plu.Caes.2,
ὁ διέπων τὴν ἐπαρχείαν ἡγεμώνSEG 30.568.31 (Macedonia II d.C.), cf. I.BI 2.280, IGR 1.785 (Tracia II d.C.), ITomis 83.10 (II/III d.C.),
διέπων τὴν ἐπάρχειον (χώραν)IPE 12.174.8 (Olbia II d.C.), ref. al διοικητής en ptol. y rom.
διέπων τὰ κατὰ τὴν διοίκησινa cargo de la administración de finanzas, IPh.44.5 (I a.C.),
ὁ τότε διέπων τὰ κατὰ τὴν διο[ί]κ(ησιν)PThmouis 1.82.12 (II d.C.), ref. a un procónsul
σεμνῶς καὶ ἀξιολόγως διέπει τὴν ἡγεμονίανFD 4.47.8 (I d.C.), a otros funcionarios
οἱ διέπον[τες τὴν τ]ῶν στεμμάτων [διοίκησι]νPRyl.77.31 (II d.C.)
•tras la reforma de Diocleciano, ref. al vicario de las diócesis imperiales (cf. βικάριος 2)
ὁ διέπων τὰ τῶν λαμπροτάτων ἐπάρχων μέρηEus.VC 3.31.2, cf. 1.34.1, ZPE 26.1977.173 (Side IV d.C.), IPhrygie 1.15 (IV d.C.), SEG 26.1315 (Sardes IV/V d.C.),
ὁ τότε τὴν ὕπαρχον ἐξουσίαν διέπωνSoz.HE 6.3.5
•administrar como sustituto o delegado con carácter interino o provisional, siempre en part., ref. a diversos cargos: de los prefectos y gobernadores provinciales
ὁ λαμπρότατος διέπων τὴν ἡγεμονίανel ilustrísimo prefecto delegado como equiv. de lat. uices agens praefecti (cf. BL 7.136) POxy.1201.14 (III d.C.), cf. Eus.HE 7.11.9,
ὁ κράτιστος δικαιοδότης διέπων [κ]αὶ [τὰ κ]ατὰ τὴν ἡγεμονίαν ἐκ θείας κελεύσεωςel excelente iuridicus y sustituto del prefecto por decreto imperial, PDiog.18.5 (III d.C.), cf. POxy.2705.12, 3112.2 (ambos III d.C.),
διέποντος τὴν ἡγεμονίανOGI 614.4, IGR 3.1287.7 (ambas Arabia III d.C.), cf. IG 10(2).151.5 (Tesalónica III d.C.), SEG 32.1287.7 (Frigia III d.C.), del iuridicus
ὁ διοικητὴς ... ὁ διέπων τὰ κατὰ τὴν δικαιοδοσίανMitteis Chr.88.1 (II d.C.), del epistratego
διέπων τὴν ἐπιστρατηγίανSB 7696.28 (III d.C.), del estratego del nomo
βασιλικῷ γραμματεῖ ... διέποντι καὶ τὰ κατὰ στρ(ατηγίαν)PMil.Vogl.170.2 (II d.C.), cf. PTeb.522 (II d.C.), POxy.3116.1 (III d.C.), de otros funcionarios
διέπων τὰ κατὰ τὴν ἀρχιδικαστείανPIFAO 3.18.4 (II d.C.), cf. PLond.908.19 (II d.C.),
οἱ διέποντες τὰ κατὰ τὸ ἀγορανομῖον τὸ καὶ μνημονῖονSB 7379.6 (II d.C.),
ἔναρχος πρύτανις τῆς Ὀξυρυγχιτῶν πόλεως, διέπων καὶ τὰ πολιτικάPOxy.2109.3 (III d.C.).
II
σκηπανίῳ δίεπ' ἀνέραςIl.24.247.
2 atravesar
ἅλαAP 10.24 (Crin.).
B intr.
1 mandar, dar órdenes Sulla en App.BC 1.97.
2 en v. med. proseguir en, entregarse a
γόους οἷς ... κατ' ἦμαρ διέπομαιE.El.146 (cód.).