διένεξις, -εως, ἡ


1 desacuerdo περὶ δὲ τοῦ μερισμοῦ ... πολλή τις ἐγένετο δ. καὶ ἀμφιβολία τοῖς ἀστρολόγοις Heliod.Neop.75.25, ἡ πρὸς ἡμᾶς δ. Leont.H.Monoph.M.86.1805A.

2 diferencia, matiz ἀπονέμειν πᾶσι τὸ δίκαιον κατὰ τὰς ἰδίας διαφοράς τε καὶ διενέξεις Sch.Th.2.37 (p.131).