< διαχυλόομαι
διάχυμα >
διάχυλος
,
-ον
1
jugoso
σάρξ
Arist.
HA
603
b
20.
2
líquido
,
acuoso
κολλύρια
Aët.7.102
•
tb. neutr. subst.
diachyl(um)
,
CIL
13.10021.91, cf. 178 (ambas Galia).